tromaktiko: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Ανδρέας: Οι αιώνιοι αντίπαλοι - Μια άλλη ματιά στην εποχή του μνημονίου... [photos+video]

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Ανδρέας: Οι αιώνιοι αντίπαλοι - Μια άλλη ματιά στην εποχή του μνημονίου... [photos+video]



Δύο μεγάλοι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι που μονοπώλησαν μεγάλο κομμάτι της μεταπολίτευσης...
Πρέσβευαν και ακολούθησαν τελείως αντίθετες ιδεολογίες, πολιτικές και αξίες, κυβέρνησαν δυσανάλογα διαστήματα και θα μείνουν στην ιστορία ως οι μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι.


Η αντιπαλότητά τους ξεκίνησε όταν το 1961, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη βουλευτής με το νεοσύστατο κόμμα της «Ένωσης Κέντρου» που είχε ιδρύσει ο Γεώργιος Παπανδρέου και συμμετείχε στον «Ανένδοτο αγώνα» κατά της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.




Το 1964, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πρωταγωνίστησε στις ενδοκομματικές διενέξεις που συγκλόνισαν την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου έτους ήρθε σε ρήξη με τον συνάδελφό του αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία οξύνθηκε με την αμφιλεγόμενη αποκάλυψη μυστικής οργάνωσης στο στρατό (υπόθεση «Ασπίδα») και είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή απομάκρυνση από την κυβέρνηση, του Ανδρέα Παπανδρέου.



Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, τα οποία έχουν τον γενικό χαρακτηρισμό Ιουλιανά ή Αποστασία και αναφέρονται στις αιτίες παραίτησης της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965.
Τον Ιούλιο του 1965 o Kωνσταντίνος Μητσοτάκης διαφώνησε με το Γεώργιο Παπανδρέου για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στις σχέσεις πρωθυπουργού – βασιλιά («Ιουλιανά») και πρωταγωνίστησε στο σχηματισμό των βασιλικών κυβερνήσεων 1965 – 1966 (κυβερνήσεις της Αποστασίας). Στις κυβερνήσεις του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα (15 Ιουλίου – 20 Αυγούστου 1965) και Στέφανου Στεφανόπουλου (17 Σεπτεμβρίου 1965 – 22 Δεκεμβρίου 1966) συμμετείχε ως Υπουργός Συντονισμού.

Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η περίοδος των «Ιουλιανών» θα αποτελέσει μόνιμη πηγή επιθέσεων από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν θέλησε να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά αντίθετα προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να τον αποτρέψει από τη σύγκρουση με τον βασιλιά και την παραίτηση.



Σε συνέντευξή του το 2001 ο Κ. Μητσοτάκης σχολίασε για την κίνηση της «Αποστασίας» από την Ενωση Κέντρου:
«Έχω μετανιώσει, γιατί θα μπορούσα εκείνη την ώρα να δείξω λιγότερη ευαισθησία απέναντι των εξελίξεων και αντί να πάω να ορκιστώ, να πάω στο Καστρί και να κοιτάξω να συμφιλιώσω και πάλι τον Βασιλέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Ίσως μπροστά στο φάσμα του απειλουμένου εμφυλίου πολέμου να ήσαν σοβαρότεροι και οι δύο.
Διότι και η μια μεριά και η άλλη είχε άδικο.
Κατά τη δική μου αντίληψη και το είχα πει τότε εις τον Γέρο, ότι επιτέλους ο Κωνσταντίνος, ο τότε Βασιλεύς ήτο νέος, άπειρος, υφίστατο και κακές επιρροές, σίγουρα υφίστατο κακές επιρροές γύρω του, δεν αναφέρομαι κατ' ανάγκη στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία κι αυτή είχε ορισμένες φορές ακραίες θέσεις, είχε πολλά προσόντα, αλλά είχε και αδυναμίες που οφείλονται ίσως στην καταγωγή της και στην ψυχολογία την οικογενειακή, αλλά αναφέρομαι και σε πολλούς άλλους, είχε αδυναμίες, είχε ο Βασιλεύς άδικο.
Αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας ώριμος πολιτικός, ο οποίος θα έπρεπε εκείνη την ώρα να δείξει περισσότερη λογική και να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν μια μικρή υποχώρηση. Σας είπα, ότι αναγκάστηκε στη συνέχεια να κάνει πολύ μεγαλύτερη για να αποφύγει.»



Σημειώνεται πως η μέχρι τότε πολιτική παρουσία του Κ. Μητσοτάκη στην Ένωση Κέντρου ως πρωτοκλασάτου του χώρου, συνέτεινε ώστε σε αυτόν να επικεντρώνεται τότε όλο το μένος των λεγομένων «Ανδρεϊκών», των οπαδών του Ανδρέα Παπανδρέου, που αποτελούσαν μερίδα του Κέντρου την εποχή εκείνη, σε κάθε διαφορά απόψεων μεταξύ Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου, και τους οποίους ο Κ. Μητσοτάκης με μια παροιμιώδη ψυχραιμία, που σύμφωνα με κάποιο βουλευτή «έσκαγε και γάιδαρο», αντιμετώπιζε από το βήμα της Βουλής, τις φωνές και τα γιουχαΐσματά τους, ατάραχος συνεχίζοντας τον λόγο του χωρίς να επηρεάζεται από το περιβάλλον.

Για τον Ανδρέα δεν υπάρχει δίλημμα: Για τον ίδιο, ο άσπονδος πολιτικός του αντίπαλος είναι πλέον ο «Εφιάλτης της δημοκρατικής παράταξης, της ίδιας της δημοκρατίας»... Και έκτοτε αποφεύγει να του απαντά ανθρώπινα και πολιτικά, ακόμη κι όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον προκαλεί διαρκώς, όταν εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1977, ως ηγέτης τότε του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων ή, μετά την ένταξή του στη ΝΔ, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν τοποθετείται το 1978 υπουργός Εθικής Οικονομίας ή τέλος το 1984, όταν αναλαμβάνει την ηγεσία της «φιλελεύθερης παράταξης»...



Οι εκλογές που ανακήρυξαν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ έγιναν Σάββατο μεσημέρι του 1984. Την επομένη ο Ανδρέας Παπανδρέου έδινε την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου μετά τα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσαλονίκης.
Η πρώτη ερώτηση έγινε από τον αείμνηστο Γιάννη Φάτση, ο οποίος του ζήτησε ένα σχόλιο για την εκλογή νέου αρχηγού στη ΝΔ.
«Αποτελεί δείγμα εκφυλισμού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ ότι εξέλεξε για αρχηγό της έναν Εφιάλτη», απάντησε εκείνος και οι παριστάμενοι δημοσιογράφοι έμειναν εμβρόντητοι από την ένταση της επίθεσης.



Παπανδρέου ο «αερόλιθος»
Στην τρέχουσα ιστορία, ο κ. Κ. Μητσοτάκης χαρακτηρίζεται ως «αντι-Ανδρέας», και αυτό επειδή το κόμμα της ΝΔ τον εξέλεξε, το 1985, αρχηγό για να αντιμετωπίσει τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ομως, όπως θυμάται ο Θανάσης Διαμαντόπουλος, στο βιβλίο του  «Το πορτρέτο ενός ηγέτη. Από την ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της Ιστορίας» (πρόλογος Μίμης Ανδρουλάκης, εκδ. Πατάκη), από τις πολλές και μακρές συζητήσεις που είχε, «ο Μητσοτάκης ουδέποτε έκανε στις κουβέντες μας ακραία απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ούτε καν σε ανταπόδοση του χαρακτηρισμού του ως “Εφιάλτη”». Απλώς «χαρακτήριζε τον Ανδρέα “μετεωρίτη” ή “αερόλιθο”, για την απότομη είσοδό του κατά τη δεκαετία του 1960 στα πολιτικά πράγματα της χώρας».
Η εξήγηση, κατά τον συγγραφέα του βιβλίου, είναι απλή. Ο Μητσοτάκης ήταν περισσότερο αντικαραμανλικός από αντιπαπανδρεϊκός.


«Ο Μητσοτάκης αναζητούσε πάντα έναν ιστορικό αντίπαλο του διαμετρήματός του. Δεν θα μπορούσαν πολλοί να είναι άξιοι για έναν τέτοιο ρόλο. Ακόμη και τον Αντρέα Παπανδρέου τον θεωρούσε ανεπαρκή: τυχάρπαστο, απλό μετεωρίτη στην ελληνική πολιτική ζωή, χωρίς τη στόφα του statesman. Μόνον λοιπόν ο ιδρυτής της ΕΡΕ και της Νέας Δημοκρατίας είχε, στα μάτια του μετέπειτα ηγέτη της τελευταίας, τις προδιαγραφές, την οντότητα, την πολιτική υπόσταση, τη στόφα και το βεληνεκές να συγκριθεί μαζί του (σε μια σχέση, βέβαια, συγκαλυμμένης, συχνότερα όμως απροκάλυπτης, αντιπαλότητας)...

Το 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου ξανακερδίζει τις εκλογές... με αντίπαλο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.



Εκλογές 1985... 2 Ιουνίου... Το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ ήταν  «Καλύτερα παπάκι, παρά τον Μητσοτάκη» στην εξαγγελία για φτηνά αυτοκίνητα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ξανακερδίζουν τις εκλογές με ποσοστό 45,82%, και 161 έδρες. Η Νέα Δημοκρατία 40,85% και 126 έδρες, το ΚΚΕ 9,89% και 12 έδρες και το ΚΚΕ εσωτερικού με τον Λεωνίδα Κύρκο 1,84% και 1 έδρα. Ποσοστό καταγράφει και η ΕΠΕΝ με 0,60%.



27 Σεπτεμβρίου 1989, η Βουλή αποφασίζει υπέρ της παραπομπής στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση Κοσκωτά τους Ανδρέα Παπανδρέου (166 υπέρ, 121 κατά, 7 λευκά), Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα (238 υπέρ, 36 κατά), Παναγιώτη Ρουμελιώτη (170 υπέρ, 118 κατά), Γιώργο Πέτσο (219 υπέρ, 45 κατά) και Δημήτρη Τσοβόλα (168 υπέρ, 121 κατά). Πρόκειται αναμφισβήτητα για μία από τις πιο πολυσυζητημένες δίκες στην ελληνική πολιτική ιστορία και το καταληκτικό χρονικά σημείο, της περιόδου τελικά, που έμεινε στην ιστορία ως «βρόμικο '89».

Βρισκόμαστε στο 1989. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μιλάει στο βήμα της βουλής και καταγγέλει την κυβέρνηση για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Ανδρέας κάνει επική εμφάνιση στην ολομέλεια, οι σύντροφοί του τον υποδέχονται όρθιοι με χειροκροτήματα. Χωρίς λόγο, μόνο για να εκνευρίσουν τον ομιλητή που βρισκόταν στο βήμα:




Οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989

Ακολούθησαν οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989. Η ΝΔ, παρότι επικράτησε του ΠΑΣΟΚ με πέντε ποσοστιαίες μονάδες (44,25% έναντι 39,15%), δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Μητσοτάκης, Φλωράκης και Κύρκος αποφάσισαν την 1η Ιουλίου 1989 τη δημιουργία μιας κυβέρνησης συνεργασίας, υπό την Τζαννή Τζαννετάκη, μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, με στόχο τη διερεύνηση των σκανδάλων και την διενέργεια εκλογών.

Η ετυμηγορία

Τελικά στις 16 Ιανουαρίου του 1992, το Ειδικό Δικαστήριο εκδίδει την ετυμηγορία του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αθωώνεται με μόλις επτά ψήφους υπέρ της αθώωσης και έξι κατά, ενώ ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος καταδικάζονται σε φυλάκιση 2,5 ετών και δέκα μηνών αντίστοιχα.



Δύο από τις ιστορικές μονομαχίες των πολιτικών ανδρών στη βουλή:

Ανδρέας Παπανδρέου, 1989: «Κύριε Μητσοτάκη, καληνύχτα σας».



Εισαγωγική ομιλία Ανδρέα Παπανδρέου από πρόταση μομφής το 1992:


Το οικονομικό μέγεθος

Το χρέος που παρέλαβε ο Ανδρέας από τον Καραμανλή ήταν κοντά στο 30% του ΑΕΠ. Το 1985 είχε ήδη σχεδόν διπλασιαστεί φτάνοντας κοντά στο 55%. Ο Ανδρέας το παρέδωσε το 1990 πάνω από 80%, για να το παραλάβει ξανά το 1993 από τον Μητσοτάκη κοντά στο 110% του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο κομμάτι της αύξησης Μητσοτάκη οφείλεται στην κάλυψη δανείων και τόκων της προηγούμενης κυβέρνησης. Από 1,3 τρισ. δρχ. για τόκους το 1990, φτάσαμε τα 2,7 τρισ. το 1993 εξαιτίας του υπερδανεισμού. Από τότε και μετά το χρέος σταθεροποιείται κάτω από το 115%, για να ανέβει στο 135% μετά την κρίση του 2008.



Σε αντίθεση με τον αντίπαλό του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ασκούσε «φιλολαϊκή» πολιτική, ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης προσπάθησε να συμμαζέψει τα ελλείματα παραδίδοντας ουσιαστικά πρωτογενώς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό το 1993. Στο ίδιο διάστημα ο Κωνσταντίντος Μητσοτάκης προώθησε τις πρώτες ιδιωτικοποιήσεις (ΑΓΕΤ, Αστικές Συγκοινωνίες, Βιομηχανία Ζάχαρης, Olympic Catering κ.ά.), μείωσε σχεδόν κατά 10% τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, άνοιξε την αγορά της κινητής τηλεφωνίας, ψήφισε την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, προχώρησε την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, της αγοράς καυσίμων, των ενοικίων, του ελέγχου τιμών (με εξαίρεση τα φάρμακα), της απασχόλησης –με εισαγωγή της μερικής απασχόλησης– και του ωραρίου των καταστημάτων. Πολιτική που κρίθηκε αντιδημοφιλής.

Τα συμπεράσματα θα τα βγάλει η Ιστορία.

Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!